μεθιστώ

μεθιστώ
μεθιστῶ, -άω (Α) μτγν. τ. τού μεθίστημι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθιστῶ — μεθίστημι place in another way pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεθιστάω pres imperat mp 2nd sg μεθιστάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μεθιστάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μεθιστάω pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”